Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η ΠΙΚΡΑΓΓΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΚΟΡΑΗ Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ

Μας έλειψες πολύ, θεία Κυριακούλα!

ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ1Έλεγαν και ξαναέλεγαν τα μικρά ανιψάκια, αγκαλιάζοντας την ηλικιωμένη γυναίκα, στο κεφαλόσκαλο της παλαιάς μονοκατοικίας.

Με κορωνογιό, ή με πριγκηποκόρη, ή εργασία των γονιών τους, δεν περίμενε και η θεία Κυριακούλα, βρισκόταν πάντα διαθέσιμη, να υποδεχτεί στο φιλόξενο περιβάλλον του σπιτιού της, τα εγγόνια της συχωρεμένης της αδελφής της. Η ζωή, δεν της είχε επιτρέψει να αποκτήσει δική της οικογένεια, αλλά σε αντίθεση με πολλές ανύπαντρες γυναίκες, η Κυριακούλα, είχε διοχετεύσει απλόχερα, το μητρικό της ένστικτο στα παιδιά των άλλων, διδάσκοντας στις σχολικές αίθουσες, επί σαράντα πέντε χρόνια. Το ίδιο ίσχυε και για τα ανιψάκια της, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, όταν ο γονείς είχαν βάρδιες…

Είχε διδάξει στις σχολικές αίθουσες πάνω από σαράντα χρόνια, σε χωριά και πόλεις, πλούσια και φτωχά μέρη, σε εποχές πολύ δυσκολότερες, αλλά ουσιαστικότερες από τη σημερινή, που τα έχουμε όλα, μέσα στην κενότητα του απόλυτου τίποτα.

Στο διάστημα αυτό, ουδέποτε αρρώστησε σοβαρά, αν εξαιρέσει κανείς μικροπροβλήματα υγείας άνευ σημασίας, για τον απλούστατο λόγο ότι τηρούσε τις συμβουλές του πατέρα της, ποτέ να μην βάζει χέρια άπλυτα σε στόμα, μύτη, ή το πρόσωπό της και να αποφεύγει να εισπνέει “τα χνώτα” των άλλων. Συμβουλές, απλές, λαϊκές, αλλά τόσο σημαντικές, αν σκεφθεί κανείς ότι ο μπάρμπα Νότης, ο πατέρας της είχε επιβιώσει μικρός από την ισπανική γρίπη και μετέπειτα από τη φυματίωση, που θέριζε νέους ανθρώπους στην Ελλάδα μέχρι και τη δεκαετία του 1950.

Η ασθένεια, ουδέποτε πλήττει εκεί, όπου υπάρχει οικονομική άνεση, ώστε να παρέχεται επάρκεια καλής τροφής, πλούσιας σε θρεπτικά συστατικά, καθαρός αέρας και τηρούνται σχολαστικές συνθήκες υγιεινής. Ζεματιόταν η συχωρεμένη η μητέρα της σαν σφουγγάριζε τα μωσαϊκά με πράσινο σαπούνι και καυτό νερό. Άλλες εποχές τότε, αλλά δεν είναι τυχαίο, ότι ο λαός ταύτιζε την καθαριότητα μα την αρχοντιά, έλεγε και ξανάλεγε στα ανιψάκια της, το Λεωνίδα και τη Σοφία, η θεία Κυριακούλα. Και βέβαια, δεν φοβόντουσαν τον κορωνοιό, ή οποιαδήποτε άλλη ασθένεια, μέσα στο σπίτι της θείας, για τον απλούστατο λόγο, ότι ήταν όλοι τους, προσεκτικοί και μέσα και έξω από το χώρο διαμονής τους.

Η ιστορία με την τριανταφυλλιά του Ταξιάρχη, άρεσε πολύ στα παιδάκια, που άκουγαν με προσοχή τη θεία τους να διηγείται, την πρώτη “μεταφυσική” εμπειρία της και της ζητούσαν κάθε τόσο να την επαναλάβει. Ωσάν τους ανακριτές, που θέλουν να διαπιστώσουν, αν κάποιος λέγει την αλήθεια και ζητούν από τον ανακρινόμενο να επαναλάβει πολλές φορές το ίδιο σημείο σε διαφορετικούς χρόνους. Διότι, όποιος πλάθει μύθους, ποτέ δεν μπορεί να επαναλάβει την ίδια ιστορία, με όλες ακριβώς τις λεπτομέρειες  της πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, η Κυριακούλα όμως, εκείνο το όνειρο, το είχε στην κυριολεξία “ζήσει”….

Ήταν τότε, που νεαρή διδασκάλισσα, είχε πρωτοδιορισθεί σε ένα γραφικό ασπρονήσι των Κυκλάδων, σε δύσβατη αγροτική περιοχή.

Όπως όλοι οι νέοι, δεν ήταν ιδιαίτερα κοντά στην Εκκλησία μας και δεν πολυπίστευε σε όσα διδάσκει η Ελληνορθόδοξη παράδοση μας, που όπως της αποκαλύφθηκε μετέπειτα, είναι αληθινή κι ολοζώντανη. Εκείνες τις ημέρες είχε χάσει ένα προσφιλές πρόσωπο, από την επάρατη νόσο. Τσακισμένη ψυχολογικά, είχε χάσει την πίστη της και αισθανόταν ένα μεγάλο κενό…

Τότε ήταν, που έζησε το όνειρο, που τη συγκλόνισε και σημάδεψε τη ζωή της. Αυτή την ιστορία, αγαπούσαν να ακούν, τα ανιψάκια, με προσοχή, που πηγάζει από την αθωότητα. Είχαν μάλιστα εξοικειωθεί με τις πολλές εικόνες του Ταξιάρχη, που υπήρχαν στο σπίτι της θείας Κυριακούλας, αλλά και με την τριανταφυλλιά, που άνθιζε όλο το χρόνο, στο μπαλκόνι της παλαιάς μονοκατοικίας. Της τριανταφυλλιάς του Ταξιάρχη, όπως την αποκαλούσαν και τη θαύμαζαν όλοι…

Η Κυριακούλα, λοιπόν, όταν ήταν νέα, δεν πολύ πίστευε στους Αρχαγγέλους… Εύρισκε θαυμάσιες τις εικόνες τους, γύρω από την ωραία πύλη, αλλά τις θεωρούσε έργα φανταστικά, πιστεύοντας επιφανειακά, επιδερμικά, χλιαρά. Ωστόσο, η ιδέα ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, εκτελούσε και χρέη ψυχοπομπού, της προκαλούσε φόβο και δέος, όπως στον περισσότερο κόσμο άλλωστε, κακά τα ψέματα, όλοι φοβούνται τον θάνατο κι ας κάνουν τους έξυπνους και τους ατρόμητους…

Στο χωριό, που εργαζόταν, υπήρχε ένας δρόμος, ολόισιος, σαν αεροδιάδρομος, που είχε μήκος πάνω από δέκα χιλιόμετρα. Στην απαρχή του, βρισκόταν ένα γεφύρι κι από κάτω περνούσαν τα νερά ενός μικρού χείμαρρου. Εκεί ονειρεύτηκε ότι στεκόταν η Θεία Κυριακούλα, όρθια, όταν διέκρινε πάνω από τα βουνά, στο σημείο, που χανόταν ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος, μια κατακόκκινη κουκίδα, να διασχίζει τον ορίζοντα και νάρχεται καταπάνω της. Η ορμή κι ο αέρας, που σηκώθηκαν ήταν τόσο δυνατά, που την έριξαν κατάχαμα, με το πρόσωπο της, πάνω στα χώματα, ενώ ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε γύρω, όταν Εκείνος, προσγειώθηκε ακριβώς μπρος στο πρόσωπο της. Ανασήκωσε το βλέμμα της και είδε στην αρχή τα πόδια του, ολόιδια όπως είναι στις εικόνες του… ήταν θεόρατος, πανύψηλος, ίσα με πέντε μέτρα, ντυμένος στρατιωτικά, αλλά και τόσο φωτεινός, που όταν επιχείρησε να διακρίνει το πρόσωπό του, το μόνο, που αντελήφθη, ήταν το τέλειο περίγραμμά του, που έμοιαζε με αψίδα και τη μορφή, που υπάρχει στο Μανταμάδο της Λέσβου, στο Μοναστήρι του, αν και την εποχή εκείνη, η Θεία Κυριακούλα, ουδέποτε είχε δει, την εικόνα αυτή. Το φως του, την τύφλωνε τόσο, που νόμιζε ότι είχε έρθει να πάρει την ψυχή της….

Έσκυψε πάλι, το πρόσωπο της πάνω στα χώματα, με σεβασμό, σαν να γνώριζε από που βγήκε η ζωή της και που ανήκουν οι θνητοί…

-”Ποιος είσαι;”, κατάφερε να ψελλίσει η Κυριακούλα…

-”Είμαι ο Μιχαήλ”…, της απάντησε.

-”Πέθανα και ήρθες να με πάρεις;”, ρώτησε με περισσή γαλήνη, η θεία Κυριακούλα, διότι η μορφή του κάθε άλλο παρά φόβο της ενέπνεε, σε αντίθεση με τις εικόνες του…

-”Όχι, Κυριακούλα, δεν θα σε πάρω ακόμα. Ήρθα να σου ζητήσω, να μου χτίσεις εκκλησία στη Στίβα, πάνω από τα νερά και τις πηγές. Αυτό θέλω, από εσένα”… Της απάντησε ο Ταξιάρχης.

-”Γιατί εκεί;”, ρώτησε η Κυριακούλα, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, να ικανοποιήσει την περιέργεια της.

-”Γιατί εκεί, τα παλιά χρόνια λάτρευαν και θυσίαζαν στους δαίμονες. ΚΙ ΕΓΩ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΘΙΣΩ ΑΠΟ ΠΑΝΩ!”, της απάντησε με δυνατή φωνή κι εξαφανίστηκε, τόσο ξαφνικά, όσο είχε εμφανισθεί…

Ο κόσμος, δεν πιστεύει στα όνειρα, ωστόσο, οι ερμηνείες του ονειρικού εγώ μας, παραμένουν ακόμα στη σφαίρα της φαντασίας του επιστημονικού κόσμου. Η δασκάλα μας, την επομένη, αναζήτησε το μέρος, που της είχε υποδείξει ο Ταξιάρχης και έκπληκτη, διαπίστωσε ότι, το μέρος με την ονομασία, που της ήταν έως τότε άγνωστη, υπήρχε, όπως δυστυχώς και πολλά προβλήματα, ως προς την κατεύθυνση ανέγερσης ναού, στο σημείο αυτό, οπότε τοποθέτησε απλά ένα προσκυνητάρι στο σημείο αυτό… Πέρασαν χρόνια πολλά, δεν κατάφερε να εκπληρώσει το χρέος της και στεναχωριόταν, που η ζωή, της τα έφερνε συνεχώς ανάποδα.

Η εικόνα του Ταξιάρχη όμως, ευρισκόταν εις θέση περίοπτη, στο κέντρο του σπιτιού της και κάθε λίγο, την στόλιζε με άνθη, που συνήθως αγόραζε. Μέχρι τη στιγμή, που της χάρισαν μια αναιμική τριανταφυλλιά, που δε φαινόταν να έχει πολλή ζωή… Μετά από πολλές προσπάθειες, λιπάσματα και φάρμακα, η τριανταφυλλιά η “ψωριάρα”, άνθισε και στην κορυφή των αναιμικών φύλλων της, εμφανίστηκε ένα ωραιότατο κατακόκκινο μπουμπούκι… Η θεία Κυριακούλα, προς στιγμή δίστασε, διότι αν έκοβε την κορυφή του φυτού, εκείνο θα έπαυε να προοδεύει, όπως λένε. Όμως η αγάπη της για τον Ταξιάρχη, που τον θεωρεί προστάτη της και ποτέ δεν την έχει εγκαταλείψει από τότε, την ώθησε να υπερνικήσει κάθε δισταγμό και σε λίγα λεπτά, το τριαντάφυλλο, στόλιζε την εικόνα, εις θέση περίοπτη…

Από εκείνη την ημέρα, όλο το χρόνο, κάθε εβδομάδα περίπου, η τριανταφυλλιά μας, βγάζει στην κορυφή της ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, που κατευθείαν, πηγαίνει δίπλα στην εικόνα του Ταξιάρχη… Πολλοί, δεν θα το πίστευαν, αλλά η θεία μας και τα ανιψάκια, το βλέπουν κάθε τόσο με τα μάτια τους και δεν ξεχνούν, ότι υπάρχει ένας υπέροχος, άφθαρτος, δυνατός και αληθινός όμορφος κόσμος. Όπως οι ωραίες ψυχές, που δέχονται να ζουν, σύμφωνα με τις επιταγές και τους κανόνες του, που δεν είναι άλλες από την αγάπη, την αλήθεια και την πίστη.

Όσοι διαφωνούν, μπορούν να βλέπουν στην εικόνα του Ταξιάρχη, που εόρταζε προχθές, την θλιβερή εικόνα της ανυπαρξίας, που υπάρχει στους τόπους αναπαύσεως των φθαρτών γήινων σωμάτων μας. Ακόμα θλιβερότερη είναι όμως, η ψυχική γύμνια, όταν προς χάριν μάταιων απολαύσεων, λησμονείται, η ματαιότητα τους…

Ο Ταξιάρχης, υπάρχει και προϋπάρχει. Είναι πλάσμα του Θεού της Αγάπης. Τίποτα άλλο.

Αυτά, διδάσκει η θεία Κυριακούλα στα ανιψάκια της, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή, τα εμπόδια θα χαθούν και η εκκλησία του στη Στίβα, θα χτιστεί πετραδάκι-πετραδάκι, υπερνικώντας την ανθρώπινη απιστία και σκληρότητα… Ο Λόγος, δεν θεωρεί σωστό, το “πίστευε και μη ερεύνα”, αλλά το “πίστευε και θα σου αποκαλυφθώ μέσα στην καρδιά σου…”, λέει χαρακτηριστικά η δασκάλα μας στα ανιψάκια και δεν λαθεύει καθόλου. Και η Αγάπη είναι αόρατη, αλλά αποκαλύπτεται από τα έργα της.

Μαρία Μπουκουβάλα

Ιατρός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *