Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Κομπολόι και ραδιόφωνο, δύο διακριτικοί φίλοι.

Σπάνια ακούω ραδιόφωνο, στο σπίτι ή τη δουλειά, όταν όμως οδηγώ, μου είναι κάτι το απαραίτητο και το έχω πάντα ανοικτό. Θυμάμαι έναν παλιό και πολύ καλό φίλο, που πάντα τον έβρισκα να είναι πάνω από το τραντζιστοράκι του, κυριολεκτικά, και να προσπαθεί να μην του ξεφύγει ούτε λέξη. «Μεγάλο πράγμα το ραδιόφωνο, μπορείς να μορφωθείς, να μαθαίνεις τι γίνεται», μου έλεγε. Δεν είχε άδικο. Βασικά το ραδιόφωνο είναι το μόνο μέσο ενημέρωσης που μπορείς να το απολαμβάνεις και παράλληλα να κάνεις και οτιδήποτε άλλο. Η ακοή, είναι μια πολύ ευαίσθητη και διακριτική αίσθηση που δεν σου απαγορεύει τίποτα.

Βέβαια η εποχή της παντοδυναμίας του ραδιοφώνου έχει περάσει. Είναι όμως πάντα ένα πολύ αγαπημένο μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Προχτές λοιπόν και ενώ οδηγούσα, άκουσα μια ολιγόλεπτη συζήτηση μεταξύ ενός παρουσιαστή και κάποιου κυρίου που, απ’ ότι κατάλαβα, έχει αφιερώσει τη ζωή του στη συλλογή κομπολογιών. Έτσι έμαθα ότι στο Ναύπλιο υπάρχει ένα Μουσείο, που ασχολείται μόνο με κομπολόγια. Είναι μάλιστα μοναδικό στο είδος του. Παρόμοιο Μουσείο δεν υπάρχει πουθενά.

Χωρίς να είμαι λάτρης του κομπολογιού, ένιωσα, εκείνη τη στιγμή, την ανάγκη να πιάσω στο χέρι ένα κομπολόι και να το παίξω, να το αισθανθώ, να το χαϊδέψω με αγάπη. Μεταφέρω τα λίγα πράγματα που άκουσα σε αυτή την εκπομπή γιατί είναι, όχι μόνο σημαντικά, αλλά και γιατί συμβάλουν στην λύση κάποιων πιθανών παρεξηγήσεων, που υπάρχουν, σχετικά με τη χρήση και τη χρησιμότητα του κομπολογιού.

Το κομπολόι λοιπόν το επινόησαν πριν από  αρκετές εκατοντάδες χρόνια οι Βουδιστές μοναχοί, για να μπορούν να μετρούν τις προσευχές τους. Είχαν βλέπετε πάνω από 100 προσευχές, τη μέρα, που έπρεπε να τελειώσουν και δεν υπήρχε τρόπος να είναι σωστοί στο μέτρημα. Έδεναν στην αρχή διάφορα κουκούτσια σε ένα σχοινί και μετά από κάθε προσευχή πήγαιναν από το ένα κουκούτσι στο άλλο. Με τον καιρό τα κουκούτσια αντικαταστάθηκαν με κόμπους. Δημιουργήθηκαν δηλαδή τα πρώτα κομποσχοίνια, όπως λέμε σήμερα τα ειδικά κομπολόγια με τα οποία οι μοναχοί μετρούν τις προσευχές τους.

Στην Ελλάδα τα πρώτα κομπολόγια αναφέρονται στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Μπήκαν όμως στη ζωή μας δυναμικά. Είμαστε ο μόνος λαός που αγάπησε το κομπολόι και το αισθάνθηκε σαν ένα κομμάτι του εαυτού του. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει άλλος λαός που να χρησιμοποίησε κομπολόι στην προσωπική του ζωή. Το κομπολόι εδώ δεν έχει να κάνει με προσευχές και θρησκευτικές ασχολίες, έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή.

Το κομπολόι πέρασε από Έλληνα σε Έλληνα με την αγάπη και τη φροντίδα που του αρμόζει. Έχει αναχθεί σε ένα πολύ αγαπημένο φίλο, ένα πιστό σύντροφο θα μπορούσαμε να πούμε που δεν μας αποχωρίζεται ποτέ. Γι’ αυτό και τα υλικά, που παραδοσιακά απαιτούνται για την κατασκευή του κομπολογιού, προέρχονται όλα από ουσίες που κάποτε είχαν ζωή. Το ξύλο, το κεχριμπάρι, το κόκαλο είναι λίγα από αυτά. Δεν αναφέρουμε το μαλλί που απαιτείται για τα κομποσχοίνια των μοναχών, γιατί όπως είπαμε, ως κομπολόι λέμε μόνο αυτό που έχει μπει στην λαϊκή παράδοση, και ξέφυγε από τους θρησκευτικούς κανόνες.

Κάθε χάντρα λοιπόν που κτυπά, κάθε χαΐδεμα, αφήνει να ξεχειλίζει η αγάπη, η νοσταλγία, το αίσθημα, ο πόνος, η χαρά. Οποιοδήποτε νόημα είναι δυνατό να περάσει μέσα από το μελωδικό άκουσμά του. Έτσι δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον ψυχικό κόσμο αυτού, που το έχει στα χέρια του. Από τον τρόπο και μόνο που το παίζει, ξεχωρίζουμε τι θέλει να μας δείξει. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι πιο οικείο από αυτό που είναι μόνιμα στα χέρια μας;

«Πιστεύω ότι αποτύπωσα σωστά όσα άκουσα και ζητώ την επιείκεια, όλων σας, αν μετάφερα κάτι λάθος».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *