Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Αλήτης (1957)

Του Χαράλαμπου Δρακάτου

Προέδρου της Πολιτιστικής Ένωσης Περάματος

σκύλος Απογευματάκι ώρα 16:00 είχε σταματήσει ημέρα Πέμπτη 16η του μηνός το Τραμ στα σκουπίδια, στη διασταύρωση προς Πέραμα, περιμένοντας τ’ άλλο Τραμ Κ προς Πειραιά.

Οι πόρτες ήταν ανοικτές δεξιά και στεκόταν στη μεσιανή ο εισπράκτορας Ναπολέων Πετρόπουλος και κοιτούσε το ξάγναντο. Του φάνηκε πως δίπλα στη σιδερένια κολώνα των ΕΗΣ κοιτούσε ένας σκύλος και χάζευε το Τραμ. Τον χάζευε κι ο Ναπολέων, όπου ξαφνικά τρέχοντας ένα αλάνι, πλησίασε το ζώο τραμκαι πιάνοντας μια πέτρα του την πέταξε βίαια και άκαρδα. Το ζώο πόνεσε και γάβγισε πνιχτά και λυπημένα.

Ο Ναπολέων που του την είχε δώσει η πετριά, ξέσπασε:

-Γιατί βαράς βρε το σκυλί; Τι σου έκανε;

Το αλάνι τρόμαξε και βλέποντας τη στολή του Ναπολέοντα, φόβος τον κατέλαβε και το ’βαλε στα πόδια.

Κατέβηκε ο Ναπολέων και κοίταξε το σκύλο. Γύρισε ο σκύλος και κοίταξε τον Ναπολέων. Χαμογέλασε ο πρώτος, κούνησε την ουρά ο δεύτερος. Κι άρχισε η φιλία.

-Ρε φουκαρά, είπε ο Ναπολέων. Τι θέλεις εδώ στην ερημιά; Πεινάς; Πεινάς βρε;

Ο σκύλος με το αναμφισβήτητο προσόν να καταλαβαίνει τους ανθρώπους, κατάλαβε ότι ο Ναπολέων δεν ήταν εχθρός, αλλά φίλος και φέρθηκε ανάλογα.

Του γάβγισε μια φορά, του κούνησε ξανά την ουρά, πλησίασε δύο βήματα. Άνοιξε την πέτσινη τσάντα του ο Ναπολέων και του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί.

Τ’ άρπαξε ο μαύρος μεγαλόσωμος σκύλος με τα πόδια και το τραγάνιζε στα γερά με τους τραπεζίτες.

Η πείνα και η δυστυχία είχανε αφαιρέσει τη γυαλάδα από το τρίχωμα του ζώου και είχανε κάνει σχεδόν διαφανές το πετσί του. Τόσο, που χωρίς προσπάθεια μπορούσες να μετρήσεις τα παΐδια του, καθώς ανάπνεε βαθιά, στην προσπάθεια ροκανισμού του ξεροκόμματου.

Τον χάζευε ο Ναπολέων. Κι εκείνη τη στιγμή βγαίνει κι ο οδηγός Παπαδόγκωνας και πέταξε σε παλιοεφημερίδα γιαχνί πατάτες που του ’χαν μείνει στην καστανιά.

Να φάει να χορτάσει, πλάσμα του Θεού είναι κι αυτό, είπε.

Ξαναείπε «ευχαριστώ» ο φίλος κουνώντας την ουρά του. Ξανάριξε βλέμμα ικεσίας προς τους δύο καλού ανθρώπους που τον κοίταζαν. Κ’ ήταν ο βλέμμα τόσο γεμάτο από ευγνωμοσύνη, που αλληλοκοιτάχτηκαν ο Ναπολέων με τον Παπαδόγκωνα.

-Έχει ψυχή κι ευχαριστούσε το δύστυχο. Είδες;

-Είδα. Ας πάμε όμως τώρα μέσα, γιατί φάνηκε το Μ κι ο Σωκράτης σφύριξε.

Ανεβήκανε, σφύριξε το Τράμ και φύγανε. Παλιά της τέχνη κόσκινο. Μήπως κάνανε και τίποτα άλλο; Το βιολί – βιολάκι, Τραβαγιέρηδες ήτανε. Πέραμα – Πειραιά, Πειραιά – Πέραμα και μεγάλος ο Θεός!

Την άλλη μέρα την ίδια ώρα το δρομολόγιο τους έφερε στα σκουπίδια να περιμένον το Τράμ από Πέραμα.

Και κει που περίμεναν μ’ ανοιχτές τις πόρτες, μπήζει τη φωνή ο Παπαδόγκωνας:

-Βρε Ναπολέων! Ο φίλος μας ρε!

Κάνει έτσι ο Ναπολέων και βλέπει το σκύλο.

Το ίδιο αδύνατο, το ίδιο μαύρο, το ίδιο γεμάτο καλοσύνη. Κούνησε την ουρά, γάβγισε στα πεταχτά, πλησίασε παίζοντας. Έκανε να δείξει αδιαφορία ο Ναπολέων μα δεν κράτησε. Πήγε κοντά, άπλωσε το χέρι, χάϊδεψε τη μουσούδα του ζώου.

Εδώ βρε πάλι; Εδώ πάλι; Πείνες βρε; Πείνες; Α, βρε φουκαρά, αλήτη.

Βγαίνει κι ο οδηγός να ταΐσει το σκύλο.

Πως τον είπες, ρε Ναπολέων; Αλήτη; Έχει καλώς καλά το ’πες. Αλήτης, λοιπόν. Τι κάνεις βρε Αλήτη; Ε, αλήτη!

Του έμεινε τ’ όνομα. Βαφτίστηκε μια για πάντα. Και κουνούσε την ουρά, όποτε τον φώναζαν κι έτρεχε στα τέσσερα, πρόθυμος και περιποιητικός.

Φύγανε. Ξαναήρθανε. Ξαναφύγανε και πάλι φύγανε. Και πάντα στο γυρισμό από Πειραιά, στην πάνω μεριά της διασταύρωσης, λες και του στέλνανε σήμα, τους περίμενε το σκυλί. Με υπομονή, με αφοσίωση.

Το μάθανε τούτο και τ’ άλλα τρία Τραμ και προσπάθησαν να πιάσουν φιλία με τον Αλήτη, δίνοντάς του φαγητό. Αλλ’ ο σκύλος δεν δέχτηκε. Τους τα είπαν άλλοι συνάδελφοί τους με έκπληξη και μείνανε κι αυτοί πιο έκπληκτοι από κείνους.

Πιστό στο Τράμ Κ έμενε το ζώο. Έτρεχε στη στάση όταν πλησίαζε Τραμ, έριχνε ματιές και μόλις καταλάβαινε πως δεν ήταν το δικό του Τραμ, έφευγε, με χαμηλωμένα αυτιά, μελαγχολικό και λυπημένο.

Τι είναι ο άνθρωπος! Τόσα βλέπει να γίνονται τριγύρω του κάθε μέρα, τα περνάει αδιάφορα και συγκινείται από την αφοσίωση του σκύλου.

Πέρασε καιρός. Τυχεροί ο οδηγός, ο εισπράκτορας, το Τραμ Κ. Κι ο σκύλος ο Αλήτης τυχερός μαζί τους και δεκάρα δεν έδινε για τ’ άλλα Τραμ και τους άλλους τραμβαγιέρηδες.

Και μια μέρα, απογευματάκι ήτανε, Άνοιξη ήτανε, Κι ο Μάης στο φόρτε του, κι ο Αλήτης ευτυχισμένος απολάμβανε στη στάση στα σκουπίδια τις περιποιήσεις των δύο φίλων του.

Και τα πράγματα της ζωής πάνε από δω, πάνε από κει, και ζητάνε το ’να και ζητάνε τ’ άλλο και φέρνουν τον άνθρωπο σε δύσκολη θέση κι ο Θεός να μας φυλάξει.

Έτσι και εκείνη τη φορά. Ερχότανε το Τραμ Κ από το Πέραμα και πως του ήλθε του Αλήτη να τρέξει στα τέσσερα να περάσει τις γραμμές. Τι το ’θελε; Αυτό ήτανε! Μέχρι εκεί ήτανε. Όσο έζησε σκυλίσια στον μάταιο τούτο κόσμο, έζησε…

Βγήκε ο Ναπολέων και έμπηξε τη φωνή, κάνοντας σήμα στο Τραμ Μ να φρενάρει. Μα ήταν αργά πια, το κακό είχε δρομολογηθεί.

-Το νου σου Αλήτη! Κάνε πίσω μωρέ! Πίσω, πίσω Αλήτη! Πίσω βρε!

Δεν πρόφτασε να πει περισσότερα.

Ένα πλαφ ακούστηκε κι ο άγριος όγκος του Τράμ τσάκισε το δύστυχο ζώο. Μισό ουρλιαχτό, πνιγμένο απ’ τον μόλις πρόφτασε ν’ ακουστεί. Κι όταν πέρασε το Τραμ και σταμάτησε, ο σκύλος νεκρός έπλεε στα αίματα. Μα τα γεμάτα καλοσύνη μάτια του ορθάνοικτα κοιτούσαν τον Ναπολέοντα που έστεκε συγκινημένος κι ένα δάκρυ κατέβαινε στα υγρά μάτια του, που ένιωθε πως έχασε ένα σύντροφο και φίλο.

Βγήκε κι ο Παπαδόγκωνας φέρνοντας ένα τσουβάλι να βάλουν μέσα τ’ άτυχο ζώο.

-Ας μη τ’ αφήσουμε να το φάνε τα όρνια.

-Έχεις δίκιο, ας το θάψουμε στον Ναύσταθμο στου Φυλατούρη.

Μα οι επιβάτες ζητούσαν να ξεκινήσει το Τραμ κι ένας μάλιστα παρατήρησε:

-Μα επιτέλους αξίζουν τιμές σ’ ένα σκύλο;

Γύρισε ο Ναπολεων με πικρό χαμόγελο στα χείλη.

-Ναι, μουρμούρισε και ξέρω πολλούς ανθρώπους που θα ’ταν τιμή τους αν του έμοιαζαν!

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *