Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο στρατηγός Γεώργιος Διπλαράκης

 

διπλαράκηςΓράφει ο Χαράλαμπος Δρακάτος

Πρόεδρος Πολιτιστικής Ένωσης Περάματος

Ο στρατηγός -πραγματικός ή μη- Γεώργιος Διπλαράκης ήταν ένας ξεχωριστός λαογραφικός τύπος του Πειραιά στη δεκαετία του ’50, γεμάτος απλότητα, καλοσύνη αλλά και ιστορία πολεμική.

Ανάστημα μικρό, βλέμμα σπινθηροβόλο, μουστάκι λεπτό φιλοσοφικό και αιώνιο χαμόγελο μαγικής ακτινοβολίας. Χρώμα μαλλιών και μύστακος πάντοτε νεανικό και ακαθόριστο, γιατί σχεδόν όλα τα κομμωτήρια του Πειραιά -τα κουρεία όπως ελέγοντο τότε- τον περιποιόντουσαν δωρεάν και του βάφανε και τα μαλλιά εκ περιτροπής. Και φορούσε πάντα εκείνο το καφέ σακάκι, που ήταν εσωτερικά γεμάτο παράσημα. Ατέλειωτος αριθμός, βάρος ασήκωτο, μα η δόξα το ’κανε ανάλαφρο. Κι όμως, ήξερε τι αντιπροσώπευε το καθένα, πότε και για ποια πράξη ανδρείας και ποιος τον παρασημοφόρησε. Κι από κοντά πάντα η στραταρχική ράβδος, που την κρατούσε κυρίαρχα και την κουνούσε εξουσιαστικά, πείθοντας τους πάντες με τις ατέλειωτες πολεμικές του περιπέτειες.

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο μια ομάδα εξοδούχοι ναύτες με τον υπόλογό τους (υπαξιωματικός του τότε Βασιλικού Ναυτικού) από το πολεμικό «Ναυκρατούσα» είχαν κάνει το σχέδιό τους και τον προσκάλεσαν να μπει μαζί τους στο τραινάκι του Περάματος προκειμένου να επισκεφθεί τον Πολεμικό Ναύσταθμο Σαλαμίνος, όπου ο ίδιος ο ναύαρχος Μπάκας, αρχηγός του στόλου, θα τον υποδέχετο. Ήταν τόσο ψυχολογικά επιτυχής η πρόταση, τόσο καλά μελετημένη και από μέρες προπαρασκευασμένη, ώστε ο γραφικός και ταπεινός στρατηγός Διπλαράκης δεν μπόρεσε να διακρίνει το τέχνασμα και πολύ περισσότερο δεν μπορούσε να αρνηθεί στην τιμητική συνοδεία των έξι ναυτών με επικεφαλής τον υπόλογο, που πήγαν και τον παρέλαβαν από τον Τινάνειο Κήπο (Κήπος Θεμιστοκλέους) του Πειραιά, όπου ήτο η συνήθης καθημερινή του θέση.

– Ελάτε στρατηγέ μου κι έχουμε αργήσει! Ο ναύαρχος σας περιμένει…

– Βεβαίως, βεβαίως! Σχηματίσατε το τιμητικόν άγημα συνοδείας και ας πηγαίνομεν παρακαλώ.

Και το περίεργο άλλα και σπάνιο άγημα, διέσχισε τις οδούς του Πειραιά και σύντομα στην πλατεία Οδησσού, στο σταθμό, επιβιβάζετο του τραίνου. Εκεί, μυημένος ο οδηγός Βασιλαράκος με τον εισπράκτορα, τιμητικώς υποδέχοντο τον υψηλό επιβάτη, ενώ το γεμάτο από ναύτες βαγόνι ξεσπούσε σε χειροκροτήματα.

Συγκινημένος ο στρατηγός Διπλαράκης, κουνούσε τη στραταρχική του ράβδο λέγοντας στον οδηγό:

– Χαιρετίζω την εξουσία του τραίνου!

– Τιμή μας γενναιότατε στρατηγέ! απάντησε ο Βασιλαράκος.

Εισήλθε ο στρατηγός και κάθισε μπροστά, πίσω από τον οδηγό, και το τραίνο ξεκίνησε. Ξεκίνησε και η πληθόχυμη κουβέντα των ναυτών. Κι ο Διπλαράκης προς τον υπόλογο ερωτά:

– Γιατί βρε αδελφέ μ’ εγκαταλείψατε; Δεν παραβλέπω πως είστε το Πολεμικό μας Ναυτικό και έχετε ιστορικά καθήκοντα, αλλά εγώ είχα ιδιαιτέρως θερμή συνεργασία με το ναύαρχο Καββαδία στον πόλεμο. Δεν μπορώ σήμερα να εξηγήσω τη σιωπή του…

– Έχετε δίκιο στρατηγέ μου… Ο ναύαρχος Καββαδίας είναι εν αποστρατεία, αλλά ο ναύαρχος Μπάκας, όστις τον αντικατέστησε, γνωρίζει σχετικώς και δια τούτο σας προσκάλεσε.

– Γνωρίζει ασφαλώς ότι έχω ασχοληθεί και με ζητήματα που αφορούν τη θάλασσα.

– Δηλαδή στρατηγέ;

– Να, έλεγα τις προάλλες σε μια σύσκεψη παραγόντων μας…

– Πού έγινε η σύσκεψη; πετάχτηκε ρωτώντας ένας ναύτης.

– Μα που άλλου; Εις τον Τινάνειο Κήπο του Πειραιώς αγαπητέ μου, κάτω από σκιερά δέντρα.

– Περιπατητικώς;

– Βεβαίως! Διότι εγώ αγαπητέ, ακολουθώ την Αριστοτελικήν Σχολήν!

– Τι ελέγατε λοιπόν στρατηγέ μου;

– Έλεγα ότι πρέπει επιτέλους ο Ναύσταθμος Σαλαμίνος να ενωθεί δια ξηράς με την απέναντι ακτή της Αμφιάλης, του σημερινού Περάματος δηλαδή. Ή μήπως κάνω λάθος;

– Καθόλου!

– Κι ακόμη -συνέχισε ο στρατηγός Διπλαράκης μ’ ένα πλατύ χαμόγελο- τρεις οκάδες (σ.σ.: τότε είχαμε τις οκάδες -1 οκά- 400 δράμια, περίπου 1.300 γρ.) γάλα, αποδίδουν 100 δράμια κρέμα και μια οκά καπνός 55 πακέτα τσιγάρα.

– Μα αυτό δεν είναι θαλασσινό! πετάχτηκε ο υπόλογος.

Ψύχραιμα τ’ απάντησε ο Διπλαράκης.

– Γιατί αγαπητέ μου; Μπρος σε μια τέτοια εκμετάλλευση, οι παραγωγοί μπερδεύονται με θαλασσοδάνεια κι άντε του λόγου σου να τους ξεθαλασσώσεις! Θαλασσινό βέρο, εκατό τοις εκατό!

Κι ενώ οι ναύτες χειροκροτούσαν επιδοκιμάζοντας, οι ναύτες της ομάδος του υπολόγου έβαζαν σε λειτουργία το μεγάλο τέχνασμα. Ξαφνικά, λες και κάποιος διέταξε, το πολύβουο των ναυτών πλήθος σιώπησε και οξύς ήχος τηλεφώνου ακούστηκε. Συγχρόνως ένας ναύτης έφερνε στο στρατηγό μια συσκευή ναυτικού τηλεφώνου (δεν υπήρχε τότε η ασύρματος τηλεφωνική επικοινωνία) λέγοντας:

– Είναι για σας! Ο ναύαρχος Μπάκας σας ζητά επειγόντως!

Ο στρατηγός Διπλαράκης για μια στιγμή ξαφνιάστηκε. Δεν έδειξε όμως την ταραχή του και ψύχραιμα είπε:

– Τι τα θέλεις! Όπου και να βρίσκομαι, παντού μ’ ανακαλύπτουν.

Έπιασε το ακουστικό και μίλησε με σοβαρό ύφος.

– Ποιος με ζητεί; Ναι, ο ίδιος… Ορίστε; Ναι, βεβαίως ναύαρχέ μου… Τιμή μου… Θα είμαι παρών!

Έδωσε το ακουστικό στο ναύτη και σηκώθηκε, ενώ με τη στραταρχική του ράβδο έδωσε εντολή.

– Στάση παρακαλώ.

Οι ναύτες τα ’χασαν, ενώ ο οδηγός απόρησε.

– Μα θα κατεβείτε; Που πηγαίνετε;

– Να φορέσω στολή ναυάρχου. Ο αρχηγός του στόλου, ο ναύαρχος Μπάκας, μου ζήτησε να κηρύξω την έναρξη της Ναυτικής Εβδομάδας που αρχίζει τη Δεύτερα στο Φάληρο.

– Και είναι απαραίτητο να ντυθείτε ναύαρχος; ρώτησε διστακτικά ο υπόλογος.

Ο στρατηγός τον κοίταξε κατάματα με τ’ αετίσιο μάτι του και του ’πε με νόημα, κτυπώντας τον ελαφρά με τη στραταρχική του ράβδο στον ώμο.

– Βεβαίως αγαπητέ μου! Γιατί μετά την κήρυξη της ενάρξεως, θα επιθεωρήσω τα πληρώματα των ναυλοχούντων πολεμικών πλοίων που θα ’χουν καταπλεύσει στον Φαληρικόν όρμο.

Και χωρίς να προσθέσει άλλη κουβέντα, κατέβηκε στη στάση Προσκόπων με τέτοιον αέρα, που δεν θα ’χαν και δέκα μαζί πραγματικοί ναύαρχοι, δημιουργώντας με την εξυπνάδα και την περηφάνια του τέτοια εντύπωση, ώστε πολλοί των ναυτών στάθηκαν προσοχή και χαιρέτησαν πραγματικά!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *