Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΠΡΑΣΙΝΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ (1959) ΖΕΣΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΚΟΣΜΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ

ΔΡΑΚΑΤΟΣTου Χαράλαμπου Δρακάτου

Προέδρου της Πολιτιστικής Ενώσεως Περάματος

Στα πράσινα λεωφορεία τότε – τα γαλλικά Suisson – που είχαν πίσω μονές ρόδες και γέρνανε 5-10 πόντας οπισθογεμάτα στις ώρες αιχμής∙συνέβη και το πιο κάτω περιγραφόμενο περιστατικό.

Ανεβαίνει στην στάση Παπαδοπούλου επιβάτης τύπου «απατόσαυρος (υπερμεγέθης, υπέρβαρος, πάναμα εκτοπίσματος). Φυσικά Περαματιώτης όχι, δεν υπήρχαν τέτοια θωρηκτά στο Πέραμα, διερχόμενος σίγουρα ένεκα ναυπηγικής υποθέσεως του, από κει.

Προηγείται μία κοιλιά. Έπεται μία μύτη. Συμπληρώνουν το τετραδιάστατο όχημα του ως οπισθοφυλακή δύο ημισφαίρια οπισθίων απέραντα. Άνθρωπος βαρέων βαρών, άθροισμα τεσσάρων τουλάχιστον μεσαίου μεγέθους. Ανέρχεται την δίσκαλον του λεωφορείου κλίμακα όπως η ατμομηχανή παλαιάς λοκομότιβας.

-Φσς… φσς… φσς… Αγκομαχώντας, φυσσά και ξεφυσσά. Ύστερα κάνει στοπ και ρίχνει βλέμμα νωχελικό ολόγυρα για να βρη θέση να φουντάρη τον όγκο του. Βγάζει το εισιτήριό του. Ο Εισπράκτορας Ευθύμιος Ρουσιάς τον κυττάζει εξεταστικά. Τούτος ο ογκωδέστατος άνθρωπος σκέφτεται πρέπει οπωσδήποτε να βρη θέση και μάλιστα διπλή, μονή δεν τον χωρεί. Φοβάμαι πως σε κάποιο κούνημα του οχήματος αυτός παρασυρόμενος, θα παρασύρη και άλλους πολλούς επιβάτες και θα ‘χουμε ντράβαλα (φασαρίες, διαμαρτυρίες). Αλλά θέσεις δεν υπάρχουν. Όχι καθημένων, και μάλιστα διπλή που χρειάζεται αυτός, αλλ’ ούτε ορθίων. Το λεωφορείο είναι φίσκα, πατείς με πατώ σε. Τι να κάνω μ’ αυτό το ανθρώπινο μαμούθ που έτυχε. Άστο να πάη. Ας γίνει ότι είναι να γίνη. Του δίνει το εισιτήριο και του λέγει.

-Κύριε, είναι ώρα αιχμής, κρατηθήτε απ’ τας χειρολαβάς.

Εκείνος σκουπίζει το μέτωπό του, και περιφέρει κυκλικώς την φαλάκρα του όπου έχουν κολλήσει οι τρίχες απ’ τον ιδρώτα.

-Τι να κρατηθώ και κρατηθώ κ. Εισπράκτορα. Εδώ δεν μπορώ να κουνηθώ, θα ‘πρεπε η εταιρεία να προμηθευθή μεγαλύτερα οχήματα.

-Έχετε δίκιο, το μέγεθος σας αυτό επιβάλλει, μα επιβάτες ώσαν την ευγένειά σας σπανίζουν, ένας στο τόσο και η εταιρεία ακολουθεί το μέτρο.

Μα ο υπέρβαρος θωρηκτός επιβάτης μουρμουρίζει με συγκρατημένη δυσαρέσκεια.

-Κατάλαβες, φίλε κ. εισπράκτορα…

-Τι να καταλάβω κύριε, εγώ την δουλειά κάνω.

-Και γω στην δουλειά μου πάω κύριε. Να είσαι βιαστικός. Να ιδρώνεις απ’ την κορφή ως τα νύχια ως άγγελος κυρίου απ’ τη ζέστη και να το φέρη η στραβή σου τύχη να μπης σε λεωφορείο που δεν σε χωράει.

Και κάποιος διπλανός επιβάτης παρατηρεί επεμβαίνοντας.

-Εσάς αγαπητέ μου, και άδειο να ‘ταν το λεωφορείο πιθανώς να μη σας χωρούσε.

-Είσαι τρελός τι είναι αυτά που λες αγαπητέ μου. Και πρόσεξε μη μ’ αγγίζεις!

-Είμαστε μέσα στο λεωφορείο. Κόσμος ε; Ο ένας απάνω στον άλλον. Όχι, λέει, μη μ’ αγγίζεις. Άκου αξίωσις!

Τότε επεμβαίνει ο εισπράκτορας Ρουσιάς να σώση την κατάσταση, που δέιχνει να ξεφεύγη του κανονισμού.

-Είμαστε στο λεωφορείο κύριοι. Είναι ζέστη μεσημέρι. Κόσμος πολύς κπου παριστάνει σαρδέλλες του κουτιού ή σύκα Καλαμάτας τσιαπέλλες. Ας κάνουμε υπομονή. Υπομονή λέω, αλλοίμονο, αυτό επιβάλλει η κοινωνική συμπεριφορά. Ενώ συγχρόνως κτυπά το κουδούνι λέγοντας τ’ οδηγού.

-Γιώργο μη σταματάς στις στάσεις το όχημα είναι υπερπλήρες, δεν χωράει άλλους.

Αλλά, η σωστή παρέμβασις του, τα πράγματα δεν έσωσε. Και ιδού. Ο χονδρός επιβάτης πρωταγωνιστεί.

-Κύριε…

-Εμένα μιλάτε;

-Εσάς. Κάνετε λιγάκι παραπέρα…

-Αδύνατον. Με σπρώχνουν..

-Μα είναι ζέστη, κύριε, κι εσείς είστε σαν φούρνος!

Εθίγη μεγάλως ο χονδρός, κατάπιε την οργή του και κατέβαλε προσπάθεια να στρέψη την τεράστια κοιλιά του δεξιά. Αλλά οι περιβάλλοντες επιβάτες τον έσπρωξαν και βρέθηκε τώρα με τη μύτη κολλημένη στο σβέρκο του διαμαρτυρομένου μπροστινού. Αισθάνθη εκείνος ζεστή την ανάσα του, σ’ ένα πιεσμένο και υπέρθερμο φσσσς… φσςςς ανατριχιάζοντας.

-Κύριε;

-Παρδόν;

-Μα θα ‘χω τώρα αυτό το βάσανο.

-Τι να σας κάνω;

-Ωραία απάντησις! Το ‘χαμε μεριά, το πήραμε φόρτωμα.

-Για στάσου, αδελφέ. Να κόψω την αναπνοή μου δηλαδή; Έχει γούστο!

Και άρχισε, από πείσμα, να αναπνέει εντονώτερο τόσο που φωτιά ενόμιζες πως εξαπέλυαν οι φοβεροί του φυσητήρες. Σαν να ‘τανε καράβι με τουρμπίνες.

-Μα τελοσπάντων! Τέλοσπάντων που θα πάη αυτή η κατάστασις;

-Ωχ, ζόρικος είσαι!

-Ζόρικος; Μου άναψες τον σβέρκο, αδελφέ! Κάνε λιγάκι παρά-πέρα!

Υπό τα μειδιάματα των στριμωγμένων επιβατών εσυνεχίθη η ιστορία. ήταν από εγωισμό και πείσμα; Ήταν από την ζέστη και την σύμπτωσιν. ήταν μοιραία τύχη; Ότι κι αν ήταν τα πράγματα οδηγούσαν σε ρήξι, ότι χειρότερο δηλαδή σ’ εκείνη υπερφορτωμένη και ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα…

Η οξύτατη υπηρεσιακή αντίληψις πληροφορούσε ήδη τον Ρουσιά ότι έπρεπε να επέμβη πυροσβεστικά, όσο ήταν καιρός∙ για να σώση τα πράγματα.

Παίρνοντας λοιπόν το μειλίχιο ύφος ομίλησε με πραότητα.

-Μα, αγαπητοί μου, αγαπητοί μου, ο πολιτισμός επιβάλλει.

-Τι επιβάλλει και επιβάλλει κ. εισπράκτορα. Ας έπαιρνε ταξί.

-Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, το όχημα είναι δημόσιο μέσον μεταφοράς, ο καθένας έχει δικαίωμα να το χρησιμοποιεί. Ας είμεθα ευγενείς.

Και σεις κύριε, ελάτε παρακαλώ, εδώ κοντά στη θέση εκδόσεως των εισιτηρίων, θα σας παραχωρήσω λίγο χώρο απ’ τον δικό μου, να ‘στε και σεις άνετα και να μην ενοχλείτε άθελα σας συνεπιβάτες σας.

Εύγε εισπράκτορα -ακούστηκε επιβάτης να λέγη- ορθώς έβαλες τα πράγματα στη θέση τους, παρ’ όλο που δεν φαινόταν θέση, εσύ τη βρήκες. Μπράβο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *