Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Το παραμυθάκι της Φωνής..Η αγρότισσα της διπλανής πόρτας

Μπούζα ΖωήΠαλιά τότε που οι άνθρωποι άκουγαν τους μικρούς θορύβους που κάνει η γη στην προετοιμασία για τον μακρύ ύπνο του χειμώνα ζούσε ένας αγρότης με τη γυναίκα του.

Αγαπούσαν τη γη και τους αγαπούσε κι εκείνη.

Κάποια στιγμή ήρθε κοντά τους η μικρή τους εγγονή  που αγαπούσε τη φύση και τους παππούδες της.

Έπαιζε κάθε μέρα μέσα στο αγρόκτημα βοηθούσε τη γιαγιά και η ζωή κυλούσε  ακούγοντας το τρέξιμο του νερού να ρέει στο έδαφος για να μαλακώσει το χώμα.

Κάθε χρόνο η γη έδινε μια άφθονη σοδειά κι ο γεωργός θέριζε ό,τι χρειαζόταν για την οικογένειά του. Όσοι είχαν ανάγκη από το χωριό ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι να πάρουν μερίδιο και οι άκρες των χωραφιών έμεναν πάντα για τα πλάσματα της φύσης.

Τα πουλιά, τα ποντίκια και οι σκίουροι μάζευαν δημητριακά για τις χειμερινές αποθήκες τους.

Κάθε χρόνο ο αγρότης κι η σύζυγός του εξοικονομούσαν αρκετά σιτηρά, για να σπείρουν ξανά την άνοιξη, όπως έκαναν οι πρόγονοί τους!

Από ευγνωμοσύνη η οικογένεια έψηνε δύο υπέροχα καρβέλια ψωμί! Τα ευλογούσαν και τα δύο και έτρωγαν το ένα στη γιορτή και το δεύτερο καρβέλι το άφηναν στο χωράφι για να το προσφέρουν στη νεράιδα της γης!

Αργά το βράδυ ενώ το κοριτσάκι κοιμόταν, η νεράιδα του τρύγου περνούσε πάνω από τα χωράφια τα πότιζε με την αγάπη της, καθώς μάζευε το όμορφο καρβέλι που της είχαν  αφήσει.

Ο χρόνος κυλούσε με το χρόνο κι ο αγρότης κι η γυναίκα του μεγάλωσαν και η εγγονή τους δεν ήταν πια τόσο μικρή.

Μέρα με τη μέρα το κορίτσι γινόταν όλο και πιο ικανή που μπορούσε  να ακούσει το θραύσμα της αστροφεγγιάς στον χειμωνιάτικο ουρανό και το βρυχηθμό στον πυρήνα της γης.

Όμως κάποια στιγμή, λίγο πριν την ώρα της σποράς, ο ηλικιωμένος αγρότης έπεσε και τραυμάτισε το πόδι του. Πώς θα σπείρουν το  σπόρο φέτος; Όλη τη νύχτα οι παππούδες ανησυχούσαν και σχεδόν δάκρυζαν με την αγωνία για το χωράφι τους.

Το πρωί είπε το κορίτσι μας. «Μη φοβάσαι παππού, τώρα είμαι εγώ η αγρότισσα και θα σπείρω τα χωράφια μας».

«Μα παιδί μου» έκανε ο παππούς μελαγχολικά.

Είχε βοηθήσει τον παππού της πολλές φορές και μέσα της υπήρχε η ΄΄σιωπηλή προσδοκία ΄΄!

Ήξερε τι να κάνει, αλλά παρόλο που ήξερε, δεν είχε εξασκηθεί  αρκετά. Ήρθαν και από το χωριό κάποιοι άνθρωποι να προσφέρουν βοήθεια, αλλά δε γνώριζαν αυτή τη γη όσο ο παππούς!

Το σιτάρι σπάρθηκε με όλη τη θέληση και την καρδιά, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά.  Οι σπόροι περίμεναν υπομονετικά στη γη! Άκουγες τραγούδια πράσινων βλαστών, ήχους ανάπτυξης, τραγούδια για χρυσή σοδειά! Αλλά εκείνη την άνοιξη η βροχή κι ο ήλιος δεν ήρθαν με τον τρόπο που έκαναν συνήθως για να βοηθήσουν τα φυτά να αναπτυχθούν

Η βροχή ήρθε αργά! Ο ήλιος έλαμπε καυτός και μετά δεν έφτανε!  Το σιτάρι μεγάλωνε βουρκωμένα! Το ηλικιωμένο ζευγάρι ανησυχούσε για τη σοδειά.

Προσπάθησαν πολύ να έχουν πίστη και να μην δείξουν την ανησυχία τους στην εγγονή τους.

Εκείνο το βράδυ η νεράιδα της γης  κινήθηκε πάνω από το χωράφι,  και καθώς περνούσε, το σιτάρι φαινόταν να κινείται μαζί της  κάτω από τον έναστρο ουρανό.

Το επόμενο πρωί ο γέρος αγρότης ήρθε μαζί με τη γυναίκα και την εγγονή του και πολλούς από το χωριό για να μαζέψουν  τα σιτηρά. Τι συγκομιδή! Τόσο ποιοτική και άφθονη όσο ποτέ! Είχαν αρκετό σπόρο να σώσουν, για άλλη μια φορά.

Μετά το εορταστικό γεύμα τους, το κορίτσι κουβάλησε το καρβέλι της ευγνωμοσύνης στην άκρη του χωραφιού! Εκεί περίμενε στην έναστρη νύχτα!

Φέτος ήταν αποφασισμένη να εκφράσει τις εγκάρδιες ευχαριστίες της στη νεράιδα!

«Ό κόσμος είναι φτιαγμένος από πίστη και εμπιστοσύνη! Τη στιγμή που αμφιβάλλεις αν μπορείς να πετάξεις, παύεις για πάντα να μπορείς να το κάνεις!»

Άκουσε μια μαγική φωνή! Η μικρή αγρότισσα άκουσε με τα ίδια της τα, τη νεράιδα να μιλά. Ήταν ιερή στιγμή. Τόσο όμορφα σχεδόν μαγικά αισθάνθηκε! Γέμισε η ψυχή της χαρά!

Την παρακολουθούσε καθώς έπαιζε στην κοιλότητα ενός δέντρου! Την άκουσε να εύχεται «γόνιμα χωράφια, γεροί αγρότες»!

«Άραγε τα λουλούδια μαραίνονται, επειδή οι νεράιδες φεύγουν μακριά, ή οι νεράιδες εξαφανίζονται επειδή τα λουλούδια μαραίνονται» αναρωτήθηκε το κορίτσι μας.

Ζωή Μπούζα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *