Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

“H γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας”ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους…

καρβουνάςΤόσον διασυρμό όλα αυτά τα χρόνια πώς τον άντεξα Θεέ μου! Τελικά αναγκάστηκα να κλειστώ στο καβούκι μου, να μη με βλέπουν και ναμην τους βλέπω.

Στην δίκη πήγαν να με λυντσάρουν. Με θεωρούσαν ληστή. Έτσι αποφάσισα να αποξενωθώ. Άσε να λένε οι οικολόγοι, ότι ο λύκος είναι είδος προς εξαφάνιση. Εγώ επέλεξα να χαθώ! Και όλα αυτά, γιατί η Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ως γυναίκα, είχε μεγαλύτερη ευαισθησία.

Πίστεψε το παραμύθι που της σερβίρισε εκείνο το κακομαθημένο παλιοκόριτσο, η Κοκκινοσκουφίτσα. Ότι ήμουν ένας αδίστακτος ληστής. Ποιος, εγώ, ο πιο νομοταγής πολίτης, το δεξί χέρι της Αστυνομίας!

Πού ακούστηκε όμως, δεκατεσσάρων χρόνων κορίτσι να παίρνει κρυφά το αμάξι της μαμάς και να κάνει σλάλομ μέσα στο δάσος.

Μια παρατήρηση πήγα να της κάνω ο έρμος, λόγω αρμοδιότητας, ότι κάνει ζημιά στα αγριολούλουδα με τα απότομα φρεναρίσματα. Και κείνη, με περισσή αναίδεια μου απάντησε,

“Kαι σένα τί σε μέλλει ρε παλιόγερε, δικό σου είναι το δάσος;”

Δεν μίλησα, έφυγα. Σεβάστηκα την γιαγιά της. Μου ήταν αγαπητή. Μου έδινε καμιά φορά ό,τι της περίσσευε από τα φαγητά της. Έμενε μόνιμα πιο κει, σ’ ένα εξοχικό. Πήγα και την βρήκα, της έκανα παράπονα για την εγγονή. Υπολόγιζα ότι θα την συνετίσει, όμως πιο πολύ ήθελα να αποκαταστήσει το δικό μου κύρος, ως φύλακα του δάσους.

Όλοι αναγνώριζαν ότι από τότε που ανέλαβα την φύλαξη του δάσους άλλαξαν πολλά. Δεν έβλεπες πλέον σκουπίδια, είχα τοποθετήσει μέχρι και κάδους ανακύκλωσης, απαγόρευσα τα μπάρμπεκιου και το κυνήγι, τι να σας πω, σωστός παράδεισος είχε γίνει η περιοχή.

Η γιαγιά φοβόταν τα βράδια μην έρθουν τίποτε ληστές ή μήπως κανείς κακοήθης βάλει φωτιά. Μου είχε ζητήσει να περνάω κάθε βράδυ, αισθανόταν σιγουριά! Με τόσα που έκανα για χάρη της, περίμενα ότι θα είχα την στήριξή της.

Κρύψου, μου λέει, και όταν φθάσει θα της δείξω εγώ! Έδειχνε να είχε κάποιο σχέδιο στον νου. Κρύφτηκα σ’ ένα διπλανό δωμάτιο και περίμενα. Η Κοκκινοσκουφίτσα πάρκαρε μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Μπήκε στο μικρό σαλόνι, και την άκουσα να λέει, “γιαγιά ήρθα, κοίτα τί σούφερα”.

Όπως όλοι γνωρίζετε είμαι περίεργο ζώο. Έσκυψα να δω από την κλειδαρότρυπα. Είχε βγάλει κάτι από το καλαθάκι της και το έδειχνε στην γιαγιά, “όμως δεν θα πεις στην μαμά ότι παίρνω το αυτοκίνητο”.

Η γιαγιά συμφώνησε. Πήρε τα τσιγαριλίκια που της έφερε η μικρή και άναψε ένα. Τραβούσε μεγάλες τζούρες από τον μπάφο. Τις εισέπνεε βαθιά και βιαστικά. Στο τέλος πήρε μια ηλίθια έκφραση. Φαινόταν ότι είναι εκτός πραγματικότητας. Είχε μαστουρώσει τελείως.

Πήγα να τρελαθώ. Τέτοια συμπαιγνία! Να με κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μου! Δεν το άντεξα. Υπερίσχυσε ο ανδρισμός μου και το καθήκον. Άνοιξα την πόρτα και τους απείλησα, ότι θα πάω στο Τμήμα να τους καταγγέλλω.

Η μικρή πετάχτηκε έξω και άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας “βοήθεια βοήθεια ληστής”. Πρώτη φορά άκουγα τέτοιο ουρλιαχτό, ούτε λύκος να ήταν. Πίσω της έτρεχα και γω.

Και οι δυο τρέχαμε για το Αστυνομικό Τμήμα. Μας είδαν οι αστυνομικοί. Αγκάλιασαν την μικρή, και συνέλαβαν εμένα.

Με έσυραν στα Δικαστήρια και με καταδίκασαν με αναστολή, ως άτομο αντικοινωνικό και επικίνδυνο. Τώρα δεν έχω δικαίωμα να πλησιάζω το εξοχικό της γιαγιάς σε απόσταση μικρότερη των πεντακοσίων μέτρων.

Ένα βράδυ όμως είχα δει μεγάλη κίνηση από αυτοκίνητα. Με τις ροδιές τους μαγάρισαν και το χορταράκι, που τρώνε τα προβατάκια μου. Κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός, πλησίασα στο τζάμι. Πέντε – έξη ηλικιωμένες κυρίες το… ντουμάνιαζαν στο σαλόνι.

Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία. Η μικρή διακινούσε μπάφο. Οι φίλες της γιαγιάς “την έβρισκαν”, στο εξοχικό της.

Μία και δύο πάω πάλι στην Αστυνομία. Ένοχος ένοχον ου ποιεί, μου λένε. Είσαι αναξιόπιστος.

Δηλαδή φόρτωσαν σε μένα το αδίκημα και ξεφορτώθηκαν τις δικές τους ενοχές! Πήγα να τρελαθώ!

Να σας βράσω και σας, και τα νομικά σας τερτίπια και αξιώματα. Να γιατί ξαναπήρα τα βουνά. Δεν θέλω να ξέρω κανέναν σας. Τώρα ζω μοναχός μου, κάνω καλά την δουλειά μου, και δεν έχω ούτε στερήσεις ούτε παραισθήσεις!

Νίκος Καρβουνάς

Ιατρός Πνευμονολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *