Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ένας μάγκας στον Περαία.Οι περιπέτειες του παππού Θανάση

σιγάλαςΟ παππούς ο Αθανάσιος Δομέστιχος (από μάνα), αγνώστου έτους γεννήσεως και προελεύσεως, ποτέ δεν μας είπε την ηλικία του και την καταγωγή του, μια μας έλεγε από τους Βυζαντινούς, εξ ου και το επίθετο Δομέστιχος (Δομέστικος βυζαντινός ψάλτης) και μια μας δήλωνε Αλεξανδρινός γόνος κοσμικής οικογένειας της πόλης. Παρασημοφορημένος ήρως των Βαλκανικών πολέμων, συμπολεμιστής του Παύλου Μελά, τα παράσημά του και τους επαίνους ανδρείας τα είχε κορνιζωμένα, στο τοίχος της μεγαλόπρεπης ”παράγκα” του στο Πέραμα.

Ωραίος άντρας, για να καταλάβεις πάρε μια φωτογραφία του Ομάρ Σαρίφ και βάλ’ την δίπλα… διδυμάκια, μάγκας πραγματικός, μέγας κορτάκιας και λάτρης του ωραίου φίλου, με την κουστουμιά στην πένα και το τριζάτο σεβρό πατούμενο άστραφτε στο ήλιο από το γυάλισμα, ιεροτελεστία στο καθρέφτη να φορέσει το ”μπορσαλίνο” του, μηχανικός τυπογράφος, ο καλύτερος, στην εφημερίς ”ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ” πότης και καζινάκιας, αλλά… ”τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος, αλλά μην το πείτε κανενός” που λέει και άσμα, την γιαγιά Άννα, που τον περίμενε με τον πλάστη πίσω από την πόρτα.

Οι ζωντανές αναμνήσεις μου για τον παππού αρχίζουν απ΄ την 10ετία του ’50, στην δροσερή ξύλινη βεράντα του στο Πέραμα, πεντακόσια μέτρα από τα καζάνια, όπου πιτσιρίκος με το τριαντάφυλλο λουκούμι και το δροσερό νεράκι από το κρεμασμένο ταπωμένο με κουκουνάρι κανάτι του παππού, αγνάντευα τα πλοία στα στενά της Σαλαμίνας και περίμενα το υποβρύχιο, που έβγαινε κάθε απόγευμα στις πέντε από τον ναύσταθμο, αλλά εγώ με τα μάτια της φαντασία μου έβλεπα τις αρχαίες τριήρεις στην ναυμαχία και έβαζα συχνά τον παππού να μου την αφηγείται.

Στην 10ετιά του ’60 παλικαράκι πια συμμετείχα και εγώ στην παρέα, μαζί με τον πατέρα, τον θείο τον Παντελή και το παππού Θανάση στο Κυριακάτικο κρασάκι στην ταβέρνα του Μυκονιάτη στην Δημ. Ράλλη, εκεί τρεις Πειραιώτες μεταξύ ρετσίνας και κοπανιστής έλεγαν τις ιστορίες τους και ένα Πειραιωτάκι τις άκουγα με δέος.

Μια από τις ιστορίες του παππού: Ο λογαριασμός.

Είχε μια μεγάλη υποχρέωση ο μαστρό Θανάσης σε δύο γνωστούς του και έπρεπε να την βγάλει, και έτσι τους έκλεισε ραντεβού να τους κάνει το τραπέζι, έλα όμως που την προηγούμενη το βράδυ το ‘φερε ο σατανάς και ακούμπησε όλο το μπαγιόκο στον μαύρο Τζακ, τι να κάνει; Έριξε το μούτρα και πήγε στον φίλο και αφεντικό του, τον Χαρβαλιά.

-Το και το, του λέει.

Εκείνος τον κατάλαβε και του σταξε προστάντζα τρία κατοστάρικα (το ποσά που αναφέρω είναι σε δραχμές και τα ποσά είναι συμβολικά. Δεν θυμάμαι ακριβώς τα ποσά).

Τα ρίξε στην από μέσα ο μαστο Θανάσης και σεινάμενος, κουνάμενος, παίρνει τους τύπους και τους πάει στου Μπάμπη, μαγαζί περιωπής, με γκαρσόνια ντυμένους πιγκουΐνους και ήχους διακριτικής μουσικής κλειδοκύμβαλου, κάπου από Καλλιθέα μεριά.

Φάγανε ήπιανε, χαϊδεύανε τις κοιλιές τους οι καλεσμένοι.

Κάνει ‘’κλαπ’’ με τα δάχτυλα ο παππούς και σε λίγο έφερε ο λιμοκοντόρος την λυπητερή

Πεντακόσες δραχμές παρακαλώ…

Βγάζει τις τριακόσες ο παππούς τις ρίχνει στην χερούκλα του λιμοκοντόρου

– Μάγκα πάρε αυτά ξανακάνε το λογαριασμό και φέρε μου τα ρέστα.

-Ξέρετε κύριε… πήγε να ψελλίσει ο λιμοκοντόρος

-Αυτό που σου είπα μην έχουμε άλλα, αγρίεψε εκείνος

Ανοίξανε το στόμα μια μια πιθαμή οι καλεσμένοι.

-Μα Θανάση…

Ωχ μπλέξαμε. πιθανά σκέφτηκαν, δεν ήταν της μαγκιάς οι τύποι.

-Αφήστε, τους έκοψε, ξέρω εγώ έτσι θέλουν, όπου σε πιάσουν είναι αυτά τα μαγαζιά

Από το βάθος του μαγαζιού ο Μπάμπης το αφεντικό, πρώην μπακαλόγατος στην αγορά του Πειραιά πότης και καλός παλιός φίλος του μαστρο Θανάσης, ανθίστηκε την κατάσταση και του έστειλε και πενήντα δραχμές ”ρέστα” για τα ταξιάτικα.

– Τα ρέστα σας κύριε! μετά υποκλίσεως

Κάγκελο οι καλεσμένοι

Μπράβο ρε Θανάση μάγκα!

Ρίξανε κάτι λιμά για μπερπουάρ στο τραπέζι και καληνύχτα σας.

Πληροφορίες του παππού μετά από μερικές ημέρες, από κοινούς γνωστούς έλεγαν τότε, ότι, οι τύποι ζήλεψαν την μαγκιά του μαστρό Θανάση, τσάκωσαν τις συμβίες τους και πήγαν να πουλήσουν την δική τους μαγκιά….

Συμπληρώνω την ιστορία του παππού με δικά μου λόγια όπως το κατάλαβα εγώ…

Αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή πρέπει… να τρώνε ξύλο ακόμα…

Τάδε έφη Θανάσης ο μάγκας.

Μηνάς Χ. Σιγάλας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *