Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΕΥΘΥΜΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ.ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΛΑΜΒΑΝΕΙΣ

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ – ΠΙΣΙΔΗΣ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ - ΠΙΣΙΔΗΣΒρίσκομαι στη στάση περιμένοντας το τρόλεϊ. Δίπλα μου στέκεται ένα αξιολύπητο ανθρωπάκι, τόσο αδύνατο, που μοιάζει μ’ εκείνους τους φακίρηδες που κοιμούνται σε κρεβάτι με… πρόκες. Θέλει κουβέντα.

– «Κοίτα χάλι που έχουν οι συγκοινωνίες!»

Δεν απαντώ, ένας αρωματισμένος αέρας σκεπάζει για λίγο το καυσαέριο του δρόμου. Είναι μια… νταρντάνα σαν φρεγάτα που περνά από μπροστά μας. Ένας κινούμενος πειρασμός με καμπύλες, που συγκεντρώνει τα βλέμματα των αρσενικών. Το ανθρωπάκι δίπλα -μου αναστενάζει.

– «Πω! πω! Ένας λουκουμάς μελωμένος!» ψιθυρίζει.

Ο «λουκουμάς» φαίνεται πως κάτι «έπιασε», του ρίχνει ένα βλέμμα ίδιο με της Μαντάμ Σουσού όταν κοίταζε τους γείτονές της στον Βύθουλα. Έρχεται το τρόλεϊ, ο κόσμος ορμά προς τις πόρτες και το ανθρωπάκι μπαίνει σχεδόν σηκωτό. Καθόμαστε στην ίδια θέση.

– «Μα είναι κατάσταση αυτή, αγαπητέ, με τη συγκοινωνία, περιμένεις στη στάση μέχρι και πενήντα λεπτά για να ’ρθει το τρόλεϊ! Λέω να πάω στον δήμαρχο να παραπονεθώ, γιατί στο τηλέφωνο δεν απαντά ή μου λέει η γραμματέας του πως είναι απασχολημένος ή πως λείπει.»

– «Το ’χουν αυτό κάποιοι δήμαρχοι. Απαξιούν ν’ απαντήσουν στο τηλέφωνο, λες και είναι… πλανητάρχες. Όμως το θέμα της συγκοινωνίας είναι αλλουνού… παπά ευαγγέλιο· κι εκτός αυτού, λόγω καλοκαιριού, πολλοί οδηγοί βρίσκονται σε διακοπές. Από δουλειά πώς πας;»

– «Για την ώρα δουλεύω στο Αιγάλεω σε βιοτεχνία με πολύφωτα. Πριν από την κρίση έπαιρνα επτακόσια ευρώ τον μήνα, μα τώρα τ’ αφεντικά βρήκαν την ευκαιρία και εκμεταλλεύονται την κατάσταση. Έτσι ο δικός-μου μου δίνει μια τετρακοσάρα και μου λέει «έχεις να λαμβάνεις». Άντε να τα βγάλεις πέρα με τετρακόσια ευρώ!»

– «Οικογένεια έχεις;»

– «Έχω, που να μην έσωνα! Πριν την κρίση τα κουτσοβόλευα. Τώρα είμαι για να με κλαίνε οι… ρέγκες. Έχω και δύο παιδιά που έχουν τα έξοδά τους.»

– «Είναι μεγάλα;»

– «Όχι, μα τρώνε σαν μεγάλα.»

– «Η κυρά σου δουλεύει;»

– «Δουλεύει στο σουβλατζίδικο του πεθερού μου και αντί για λεφτά καταβροχθίζει σουβλάκια. Ίσαμε τριάντα είναι ικανή να φάει. Κοντά σ’ αυτήν τρώνε και τα παιδιά. Έχεις δει κρασοβάρελο; Ίδιο… καλούπι είναι. Έτσι και σου δώσει σβερκιά, θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη! Αυτό δεν είναι χέρι, είναι… βαριοπούλα. Συνέχεια γκρινιάζει και με φωνάζει ανίκανο και πως δεν νοιάζομαι γι’ αυτήν και τα παιδιά, αλλιώς θα έπρεπε να βρω άλλη δουλειά για να ζήσουμε χωρίς να μας λείπει τίποτα. Γιά πες μου, είναι εύκολο να βρεις δουλειά τη σήμερον ημέρα της κρίσης;»

– «Εσύ έχεις έξοδα;»

– «Αμ’ δεν έχω, σαν άνθρωπος θέλω και τα τσιγάρα μου, θέλω και τον καφέ μου, και μετά τη δουλειά μπαίνω δίπλα στο μπαρ του Μπελαμή και μαζί με έναν συνάδελφο πίνουμε από δύο τσίπουρα με χταποδάκι. Όχι, πες μου, δεν τα «δικιέμαι» μετά από τόση κούραση; Αλλά καμιά φορά, όπως σήμερα, πάω καθυστερημένος σπίτι κι αν τύχει να ’ρθει νωρίς η Βαρβάρα από το σουβλατζίδικο, ποιος την ακούει!… Όμως εκείνο που πονάει, δεν είναι τα λόγια, είναι όταν αρχίσουν να πέφτουν βροχή οι… σβερκιές. Γι’ αυτό, αγαπητέ μου, αν είσαι ελεύθερος, μείνε όπως είσαι.»

– «Όχι δα ελεύθερος! Έχω κι εγώ οικογένεια.»

– «Με το μπαρδόν, τι δουλειά κάνεις;»

Όταν του είπα πως είμαι δημοσιογράφος, καταχάρηκε.

– «Αμάν, ρε φίλε, γράψε κάτι για την καταπίεση που δέχεται ο αδύνατος πληθυσμός από τις βάρβαρες… Βαρβάρες. Γράψε ακόμη στον Πρωθυπουργό να τραβήξει το αυτί κάποιων αφεντικών που εκμεταλλεύονται την κατάσταση και μας δίνουν τα μισά από όσα πρέπει να λαβαίνομε. Σου λένε “έχεις να λαβαίνεις” και καθαρίζουνε. Τι θα πει “έχεις να λαβαίνεις” Κύριε; Εγώ σου δούλεψα, σου ανέβασα την παραγωγή, εσύ κονομάς κι εμένα με έχεις στην… απ’ έξω. Και, πού ’σαι, γράψε επίσης για τα χάλια της συγκοινωνίας… Αμάν, η στάση μου! Καληνύχτα! Και χάρηκα!»

Κατέβηκε ο τύπος και δεν πρόλαβα να του πω ότι εμείς τα γράφουμε κι αυτοί… μας γράφουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *