Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΟΙ ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΣΕΛΙΔΕΣ…“Μαντουβάλα” και “Ζιγκουάλα” οι Ελληνίδες

μαντουβάλαΉταν μια εποχή που τα “ινδοπρεπή” τραγούδια -δήθεν λαϊκά- μονοπωλούσαν τα πικ-απ και τα “τζουκ-μποξ”.

Η Ελλάδα ήθελε να ξεφύγει από την μιζέρια της μετανάστευσης και των συνεπειών του εμφυλίου και αναζητούσε διέξοδο σε μέρη εξωτικά. “Ένα τραγούδι απ’ τ’ αλγέρι” (Καλδάρας), “Αραπίνες λάγνες ερωτιάρες”, “Θα πάω εκεί στην Αραπιά”, “Φαρίντα” (Τσιτσάνης).

Τα σκήπτρα, όμως, κρατούσαν η “Μαντουβάλα” και η “Ζιγκουάλα”! Ινδοπρεπές το πρώτο, ινδο-σπανιόλικο το δεύτερο. Τα τραγουδούσε όλη η Ελλάδα, αλλά σχεδόν κανείς δεν ήξερε τί σήμαιναν τα δυο αυτά ονόματα. Πάμε να δούμε…

Η Μαντουβάλα  ήταν Ινδή ηθοποιός. Μαζί με τις Ναργκίς και Μίνα Κουμάρι θεωρούνται η ιερή τριάδα του Ινδικού σινεμά.

Η Μουμτάζ Μπεγκούμ Τζεχάν Ντελάβι, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Δελχί από μια φτωχή και συντηρητική οικογένεια μουσουλμάνων της φυλής των Παθάν. Ήταν το πέμπτο από τα έντεκα συνολικά παιδιά της οικογένειας.

Όταν ο πατέρας της έμεινε άνεργος η φτωχή οικογένεια υπέφερε και έξι από τα αδέρφια της πέθαναν. Σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης μετακομίζουν στη Βομβάη. Ο πατέρας της ψάχνοντας για δουλειά περνούσε συχνά από τα κινηματογραφικά πλατό και έτσι η μικρή Μουμτάζ μπαίνει στο χώρο του κινηματογράφου σε ηλικία 9 ετών.

Η μικρή Μαντουβάλα εξελίχθηκε σε μια απίστευτη καλλονή (ο τύπος της εποχής και οι θαυμαστές της την αποκαλούσαν Αφροδίτη της μεγάλης οθόνης).

Το 1949 πρωταγωνιστεί στην εμπορικά επιτυχημένη ταινία Mahal που την μετατρέπει σε πραγματική σταρ.

Το 1950, ανακαλύφθηκε ότι πάσχει από μια εκ γενετής καρδιακή ανωμαλία που κοινώς αποκαλείται «τρύπα στην καρδιά».

Την εποχή εκείνη οι χειρουργικές επεμβάσεις στην καρδιά ήταν σχεδόν άγνωστες και έτσι η πάθηση της κρατήθηκε μυστική για πολλά χρόνια παρά κάποιες αόριστες φήμες που κυκλοφορούσαν κατά καιρούς.

Η σταρ γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Κισόρ Κουμάρ το 1958, όταν αυτός ήταν ήδη παντρεμένος.

Μετά το διαζύγιό του και λόγω του ότι εκείνος ήταν ινδουιστής ενώ εκείνη μουσουλμάνα παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο το 1960.

Η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε και αναζήτησε θεραπεία στο Λονδίνο. Οι καρδιακές επεμβάσεις ήταν σχεδόν άγνωστες τότε και οι γιατροί αρνήθηκαν να κάνουν εγχείριση. Την έπεισαν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν μηδαμινές και ότι τις απέμενε το πολύ ένας χρόνος ζωής.

Γύρισε στην Ινδία και αψηφώντας όλες τις προβλέψεις έζησε για 9 ακόμα χρόνια. Υπέκυψε στην ασθένεια της το Φλεβάρη του 1969 λίγες μέρες μετά τα 36α της γενέθλια έχοντας προλάβει να συμμετάσχει στη σύντομη ζωή της σε πάνω από 70 ταινίες.

Η ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης», με τον Ρατζ Καπούρ και την Ναργκίς (από τότε καθιερώθηκαν σαν κινηματογραφικό ζευγάρι) έγινε η αφορμή να γραφτεί η “Μαντουβάλα”, που βασίστηκε στην μερική διασκευή της μουσικής από τον Θόδωρο Δερβενιώτη και στον στίχο της Ευγενίας Παπαγιαννοπούλου.

Το τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης με την Μαρινέλα και στον δίσκο γραφτηκε “Στίχοι – μουσική Στέλιος Καζαντζίδης”. Ποιός έψαχνε τότε για “πνευματικά δικαιώματα” και ποιός ήξερε τί γινόταν στα παρασκήνια.

Η “φίρμα“ ήταν ο Καζατντζίδης, η Ευτυχία πουλούσε στίχους για ένα κομμάτι ψωμί και ο Δερβενιώτης (σπουδαίος λαϊκός δημιουργός) απλώς διασκεύασε μια ινδική μελωδία που είχε γράψει ο σπουδαίος μουσικός Σανκάρ και είχε τραγουδήσει (play back, με άλλη φωνή) η μεγάλη Ναργκίς. Με την μελωδία αυτή βαπτίσθηκε συνθέτης ο Στέλιος!

Η ελληνική “Μαντουβάλα“ είναι η χαμένη αγάπη του τραγουδιστή, την οποία αναζητά και καλεί σπαρακτικά να γυρίσει κοντά του.

Η Παπαγιαννοπούλου, έγραψε τους στίχους για την κόρη της, που είχε πεθάνει εκείνη τη χρονιά. Ο Καζαντζίδης αντιμετώπισε δυσκολίες στην προσαρμογή της μουσικής με τους στίχους και μαζί με την Μαρινέλλα απευθύνθηκαν στον Θόδωρο Δερβενιώτη. Ο συνθέτης δέχτηκε να τους βοηθήσει και αφού έκανε τις κατάλληλες προσθαφαιρέσεις, παρέδωσε το κομμάτι έτοιμο στον Καζαντζίδη.

Η “Μαντουβάλα” κυκλοφόρησε το 1959, πούλησε 96.000 δίσκους και παρέμεινε πρώτη σε πωλήσεις για μια δεκαετία. Η τεράστια επιτυχία του τραγουδιού ήταν η αιτία που ο Καζαντζίδης πήγε στα δικαστήρια την εταιρεία του, “Κολούμπια” και διεκδίκησε ποσοστά επί των πωλήσεων…

Η “Ζιγκουάλα” ήταν… Σουηδέζα τσιγγάνα και η μελωδία της είναι εμφανώς δυτική. “Singoalla” ήταν ο σουηδικός τίτλος του μυθιστορήματος του Σουηδού συγγραφέα Βίκτορ Ρίντμπεργκ στο οποίο, το 1940 βασίστηκε η ομώνυμη όπερα του συνθέτη Γκινάρ ντε Φριμερί καθώς και η γαλλο-σουηδική ταινία “Singoalla” (1949) του Γάλλου σκηνοθέτη Κριστιάν Ζακ στην οποία πρωταγωνιστούσε η Βιβέκα Λίντφορς, που αν και Σουηδέζα, ήταν μελαχρινή, όπως αναφέρεται και στο τραγούδι “… μελαχρινή ομορφιά μου, παντοτινή χαρά μου…”.

Μαντουβάλα και Ζιγκουάλα έχουν διαφορετική καταγωγή. Τόσο θεματικά, όσο και μουσικά. Το μόνο κοινό στοιχείο τους (πέρα από την κατάληξη των ονομάτων τους), ως επιρροή, είναι ότι και τα δύο έχουν κινηματογραφική ρίζα.

Ο Καζαντζίδης το 1959 είδε την ταινία και του ήρθε η ιδέα του τραγουδιού. Τους στίχους τους έγραψε ο δημοσιογράφος και αργότερα πρόεδρος του ΕΘΝΙΚΟΥ Πειραιώς Νίκος Μουρκάκος κι επειδή το “Ζινγκοάλα” δεν ήταν εύηχο στα ελληνικά, προέκυψε “Ζιγκουάλα”.

Παλιότερα, πάντως, ο Μανώλης Χιώτης είχε συνθέσει ένα ομότιτλο τραγούδι ,που το είχε τραγουδήσει η νεοεμφανιζόμενη, τότε, Ζωζώ Σαπουντζάκη, με κιθάρες που έπαιζαν ο Μανώλης Χιώτης και ο Γιάννης «Σπόρος» Σταματίου.

Την ίδια εποχή το τραγούδησε στην Αμερική και η Ρένα Ντάλλια, με τον Γιάννη Τατασόπουλο! Η “Ζιγκουάλα”, λοιπόν, είναι σχεδόν “λάτιν”, κάτι που φαίνεται στην εκτέλεση με τον Γιώργο Νταλάρα!

Δημήτρης Καπράνος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *