Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

“Tο κοκαλάκι της νυχτερίδας”


καρβουνάςΑπόψε είμαι πάλι στο χωριό. Είχα πολύ καιρό να δω νυχτερίδες. Αυτό το πέταγμα, με τις απότομες βουτιές, δεν το κάνουν ούτε τα χελιδόνια.

Αναζητούσα τα πεφταστέρια στον ουρανό, αλλά αυτές οι σαϊτιές τους, πέρα δώθε – πέρα δώθε, στην κολώνα της ΔΕΗ, με ζάλισαν.

Κι έτσι υπνωτισμένος γύρισα πίσω, εκεί στα εννέα – δέκα χρόνια μου.

Ήταν Καλοκαίρι και τότε, όταν κάναμε την συμφωνία με την θειά την Κουντούλα (Κωνσταντινιά).

Εγώ θα έδιωχνα τα σπουργίτια από την κληματαριά της (είχα την σφεντόνα μου για όπλο), και εκείνη θα μου έλεγε το μεγάλο μυστικό για να με αγαπάνε τα κορίτσια.

Αμέσως έπιασα δουλειά. Σκότωσα μερικά πουλάκια, έσπασα κανά δυο τζάμια της νονάς μου, αλλά έμαθα τί έπρεπε να κάνω για να γίνω Καζανόβα.

Το μεγάλο μυστικό άκουγε στο όνομα “το κοκαλάκι της νυχτερίδας”.

Την επόμενη μέρα πάω στο σχολείο. Σκαρφαλώνω στα μεγάλα παράθυρα, και εκεί, στην σχισμή ανάμεσα στον τοίχο και στο κάσωμα, με ένα ξυλαράκι από παγωτό, βγάζω από την χαραμάδα δυο τρεις νυχτερίδες.

Πάω στην θειά. Την αιφνιδίασα. Δεν το περίμενε. Της είχαμε τυφλή εμπιστοσύνη της θειάς. Θυμάμαι όταν πονούσε το κεφάλι του μπαμπά τον γήτευε με ένα τουλπάνι, που το ακουμπούσε στον αγκώνα της, και αναλόγως χασμουριόταν ή λυνόταν ο κόμπος από το τουλπάνι…, ποτέ δεν το κατάλαβα το ξεμάτιασμα. Πάντως ο κεφαλόπονος του περνούσε αμέσως. Ήξερε η θειά απ’ αυτά!

Με συμβούλεψε λοιπόν να θάψω τις νυχτερίδες σε αμμώδες μέρος και να τις ξεθάψω σε σαράντα μέρες. Τότε θα έχει λιώσει η σάρκα τους και θα μαζέψω τα κοκαλάκια τους. Στις σαράντα μέρες δεν είχαν λιώσει τελείως. Με ένα σουγιαδάκι όμως εγώ τις ξεκοκάλισα.

Έβαλα ένα μικρό κοκαλάκι στην τσέπη και δοκίμασα να κοιτάξω πίσω μου, μήπως ήδη άρχισαν να με κυνηγάνε τα κορίτσια…

Η θειά η Κουντούλα μου πρότεινε να πουλήσω και κανένα κοκαλάκι σε κάτι μεγαλοκοπέλες, που μένανε στον πάνω μαχαλά.

Όταν τους το είπα όμως με αποπήρανε, εκτός από την μεγαλύτερη, που …τί είχε να χάσει; Της το πούλησα δέκα δραχμές. Μεγάλο ποσόν για κείνα τα χρόνια. Σε δυο μήνες η Ζ. παντρεύτηκε! Αυτό ήταν το Μπιγκ Μπανγκ της ιστορίας!

Μια μέρα είδε ο μπαμπάς μου κόσμο έξω από το σπίτι. Ρώτησε, έμαθε, θύμωσε. Τάβαλε μαζί μου. Δεν άκουγε τίποτε. Και να του λένε οι άλλες: “Δημητρό δεν είναι δεισιδαιμονίες, δυο κοπέλες παντρεύτηκαν σ’ ένα μήνα…”.

Έπιασα και άλλες νυχτερίδες κρυφά. Πριν προλάβουν να λιώσουν γινόντουσαν ανάρπαστες. Και θα συνέχιζα, αν δεν με μαρτυρούσε ο Έκτορας, ο σκυλάκος μου. Πήγε κι έσκαψε στο μέρος που τις είχα θάψει…

Χρόνια μετά, μαθητής Λυκείου πλέον, είμαι στον Σταθμό της Σκύδρας, κι έρχεται μια μεγαλοκοπέλα ντροπαλά ντροπαλά να μου ζητήσει κοκαλάκι της νυχτερίδας, πλήρωνε όσο – όσο!

Της είπα δεν έχω. Δεν θα της έδινα το τελευταίο κομμάτι που είχα κρατήσει για πάρτη μου!

Τελικά η πανσέληνος δεν μας άφησε να δούμε τα πεφταστέρια. Όσο όμως βλέπω τις νυχτερίδες να τριγυρνάνε, μου έρχονται στο νου οι κοπέλες που βοήθησα να βρούνε το “τυχερό” τους με… “το κοκαλάκι της νυχτερίδας”!!!

Νίκος Καρβουνάς

Ιατρός Πνευμονολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *